δάπις

δάπις
δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον*, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάπις — carpet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπίδων — δάπις carpet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπιδα — δάπις carpet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπιδας — δάπις carpet fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπιδες — δάπις carpet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπιδος — δάπις carpet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπισι — δάπις carpet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπισιν — δάπις carpet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαπίδιον — δαπίδιον, το (Α) [δάπις] μικρός τάπητας, χαλάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”